προσθίας

προσθίας
προσθίᾱς , πρόσθιος
foremost
fem acc pl
προσθίᾱς , πρόσθιος
foremost
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • μηροδερματικός — ή, ό φρ. «μηροδερματικό νεύρο» ανατ. αισθητικό νεύρο από τη 2η οσφυϊκή ρίζα τού νωτιαίου μυελού το οποίο διανέμεται στο δέρμα τής πρόσθιας έξω επιφάνειας τού μηρού …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμόμετρο — το συσκευή προσδιορισμού τού αστιγματισμού τής πρόσθιας επιφάνειας τού κερατοειδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmometre (< οφθαλμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Γαζέπη] …   Dictionary of Greek

  • παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”